ταχύποτμος

ταχύποτμος
τᾰχῠ-ποτμος, ον,
A = ταχύμορος, Pi.O.1.66;

Ἀνάγκα

Lyr. Alex.Adesp.

34.9

, cf. IG14.2005, Nonn.D.48.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταχύποτμος — Lyr. Alex.Adesp. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύποτμος — ον, ΜΑ ταχύμορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πότμος «τύχη, περιπέτεια» (πρβλ. κακό ποτμος)] …   Dictionary of Greek

  • ταχύποτμον — ταχύποτμος Lyr. Alex.Adesp. masc/fem acc sg ταχύποτμος Lyr. Alex.Adesp. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύποτμοι — ταχύποτμος Lyr. Alex.Adesp. masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”